- προεστῶτι
- προεστῶτι , προίστημιset beforeperf part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνοδία — η, ΝΜΑ, και συνοδιά Ν [συνοδός] 1. κοινή πορεία, συνοδοιπορία 2. ομάδα συνοδοιπόρων, καραβάνι μσν. το εκκλησίασμα σε μια τελετή («μήτε εἰς συνοδίαν βουλόμενος εἰσελθεῑν», Παλλ.) αρχ. 1. συναναστροφή, συντροφιά («ἀνδρὸς πονηροῡ φεῡγε συνοδίαν ἀεί» … Dictionary of Greek
προεστῶθ' — προεστῶτα , προίστημι set before perf part act neut nom/voc/acc pl προεστῶτα , προίστημι set before perf part act masc acc sg προεστῶτι , προίστημι set before perf part act masc/neut dat sg προεστῶτε , προίστημι set before perf part act masc/neut … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)